en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)
  • Interpretations

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)

διαέ - διαφ

  • διαειδής
  • διαείδω
  • διαειμένος
  • διαειπέμεν
  • διαείρω
  • διαέριος
  • διαζάω
  • διάζευγμα
  • διαζευγμός
  • διαζεύγνυμι
  • διαζευκτικός
  • διάζευξις
  • διαζέω
  • διαζηλεύομαι
  • διαζηλοτυπέομαι
  • διάζησις
  • διαζητέω
  • διαζήτησις
  • διάζομαι
  • διαζυγή
  • διαζυγία
  • διαζύγιον
  • διαζωγραφέω
  • διάζωμα
  • διαζωμάτιον
  • διαζωμεύω
  • διαζώνη
  • διαζώννυμι
  • διάζωσις
  • διάζωσμα
  • διαζωστήρ
  • διαζώστρα
  • διαζωτικός
  • διαζώω
  • διάημι
  • διαθαλασσεύω
  • διαθάλπω
  • διαθαρρέω
  • διαθγίβω
  • διαθεάομαι
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  • 22
  • 23
  • 24
  • 25
  • 26
  • 27
  • 28
  • 29
  • 30
  • 31
  • 32
  • 33
  • 34
  • 35
  • 36
  • 37
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.